ταναϋφής

ταναϋφής
τᾰνᾰ-ϋφής [ῠ], ές, ([etym.] ὑφή)
A woven long and finely, Hsch. (τανοϋφῆ cod.), Suid., hence restd. in S.Tr.602 for γ' εὐϋφῆ.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταναϋφής — ές, Α λεπτοΰφαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα υφής (αντί *ταναουφής, με σίγηση τού ο ) < ταναός* «υψηλός» + υφής (< ὕφος), πρβλ. ἡμι υφής] …   Dictionary of Greek

  • ταναυφῆ — ταναϋφῆ , ταναϋφής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ταναϋφῆ , ταναϋφής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ταναϋφῆ , ταναϋφής masc/fem acc sg (attic epic doric) ταναυφής woven long and finely neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναήκης — τανάηκες και τανυήκης, τανύηκες, Α 1. (για λόγχη ή ξίφος) αυτός που έχει επιμήκη ή οξεία αιχμή, κοφτερός 2. ψηλός («ταναήκεις Ἄλπεις», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. τανα ήκης (αντί *ταναο ήκης, με σίγηση τού ο , πρβλ. ταναϋφής) < ταναός* «επιμήκης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”